Αναζήτηση
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους
Same as blowen, processing that involves blowing a gas, adjective_ windy, verb_ Present participle of blow
abounding in or exposed to the wind or breezes