Present participle of update, noun_ the act of changing something to bring it up to date (usually by adding something)
0 Σχόλια
0 Μοιράστηκε
1555 Views
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους