Plural form of shot, noun plural_ Prov. Eng. The refuse of cattle taken from a drove
0 Σχόλια
0 Μοιράστηκε
748 Views
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους