Αναζήτηση
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους
Made certain; guaranteed, Exhibiting confidence or authority, characterized by certainty or security
Simple past tense and past participle of guarantee, adjective_ secured by written agreement, certified