Αναζήτηση
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους
wedŋ nv" səri/ noun a cel-ebration when two people have been married
for fifty years It’s my parents’ golden wed-ding next Tuesday. 2. same as golden wed-ding anniversary