&əυ/ verb to do without (for-mal.) (NOTE: forewent – has foregone)
0 Σχόλια
0 Μοιράστηκε
1164 Views
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους