p/ verb 1. to suddenlystart burning The bonfire flared up when hepoured petrol on it. The flames died down
0 Σχόλια
0 Μοιράστηκε
284 Views
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους