Αναζήτηση
Ανακάλυψε νέους ανθρώπους, δημιούργησε νέες συνδέσεις και κάνε καινούργιους φίλους
Employed in, or designed for, exploration, noun_ The action of the verb explore, verb_ Present participle of explore
The act or an instance of exploring, to travel for the purpose of discovery, a systematic consideration